- στηθιστήρ
- -ῆρος, ὁ, Απροστερνίδιο ίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. -ιστήρ (πρβλ. βραχιον-ιστήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στηθιστήριον — τὸ, Μ [στηθιστήρ] στηθιστήρ* … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek